ἐμπυρίως

ἐμπυρίως
ἐμπύριος
belonging to the empyrean
adverbial
ἐμπύριος
belonging to the empyrean
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμπύριο — και εμπύρειο, το (AM ως επίθ. ἐμπύριος, ον) νεοελλ. στρατ. αναφλεκτικό κατασκεύασμα που παράγει την αρχική έκρηξη με την οποία εξασφαλίζεται η όλη έκρηξη τού διαρρηκτικού γεμίσματος τών εκρηκτικών βλημάτων (βομβών, οβίδων κ.λπ.) μσν. θερμός,… …   Dictionary of Greek

  • ՀՐԱԲԵՐՁԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0129 Chronological Sequence: 8c մ.ա. ἑμπυρίως sicut igneum. Իբրեւ հրաբերձ. հրեղինաբար. *Զհրաբերձաբար մաքրողականն առանձնաւորութիւն. Դիոն. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”